- κουάρτο
- το1. το ένα τέταρτο τής μονάδας2. φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα τέσσερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quartum «τέταρτο». Η λ. με τη σημ. «φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα τέσσερα» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quarto < λατ. quartum].
Dictionary of Greek. 2013.