κουάρτο

κουάρτο
το
1. το ένα τέταρτο τής μονάδας
2. φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quartum «τέταρτο». Η λ. με τη σημ. «φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα τέσσερα» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quarto < λατ. quartum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κόρδοβα — I (Cόrdoba). Πόλη (133.800 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού, στην πολιτεία Βερακρούς. Συνδέεται σιδηροδρομικώς και οδικώς με την Πόλη του Μεξικού και το λιμάνι Βερακρούς. Στην περιοχή της υπάρχουν φυτείες καφέ και φρούτων, εργοστάσια… …   Dictionary of Greek

  • Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”